- εὐθαρσία
- εὐθαρσίᾱ , εὐθαρσίαfem nom/voc/acc dualεὐθαρσίᾱ , εὐθαρσίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθαρσία — εὐθαρσία, ἡ (Α) βλ. ευθάρσεια … Dictionary of Greek
εὐθαρσίας — εὐθαρσίᾱς , εὐθαρσία fem acc pl εὐθαρσίᾱς , εὐθαρσία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθαρσίαν — εὐθαρσίᾱν , εὐθαρσία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθάρσεια — εὐθάρσεια και εὐθαρσία, ἡ (Α) [ευθαρσής] ευτολμία, ευψυχία … Dictionary of Greek